Η Συλλογή Διηγημάτων της Αρετής Καράμπελα "Μελανά όπως τα μούρα", στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Διονύσου


Η ΛΕΣΧΗ ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΩΝ ΚΑΙ Η ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΣΑΣ ΚΑΛΟΥΝ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ 17 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΣΤΙΣ 11:30 π.μ. ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ (ΠΛΑΣΤΗΡΑ 50, ΔΙΟΝΥΣΟΣ)ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ...





























Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για το βιβλίο αυτό :

Η Αρετή Καράμπελα γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Εργάστηκε ως φιλόλογος  στην ιδιωτική και δημόσια εκπαίδευση. Εκτός από διηγήματα γράφει και παραμύθια. Αυτό είναι το πρώτο της πεζογραφικό βιβλίο.
Το βιβλίο «ΜΕΛΑΝΑ ΟΠΩΣ ΤΑ ΜΟΥΡΑ» παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και είναι μια ευχάριστη έκπληξη για τον αναγνώστη. Μέσα σ’ αυτό το μικρό βιβλίο ξετυλίγονται είκοσι πέντε σπουδαία διηγήματα. Εξαιρετικά δυνατά κείμενα, πυκνή γραφή,  παραμυθητική αφήγηση∙  η δύναμη της γλώσσας απολύτως συνεπής με τις ευφάνταστες και ρεαλιστικές ιστορίες. Τα θέματα σε μαγεύουν κυριολεκτικά και δεν τα ξεχνάς εύκολα. Όλα πλάθονται σαν παραμύθι, όπως η σκοτεινή ενέργεια της ανθρώπινης φύσης, η θεϊκή φύση, η φύση ζώων-φυτών και το υγρό στοιχείο, λίμνες, καταρράκτες, θάλασσα, βάλτοι, που διατρέχει σχεδόν όλο το βιβλίο. Τα πάντα είναι παράξενα και μη αναμενόμενα, ανατρέπει τα κλασικά που συνήθως συναντάμε στα παραμύθια. Άγγελοι και δαίμονες, έρωτας σε αντιπαράθεση με τις εμμονές θανάτου, φως, σκοτάδι, μαγεία, υπέρβαση. Λιτές, αντιφατικές,  πληθωρικές ιστορίες με εσωτερική συνοχή. Ήρωες άνθρωποι, ζώα, δάση, λουλούδια.
-Σίγουρα την αγαπούσες την καλόκαρδη Βάγια, όμως την έριξες, απερίσκεπτα, στα δόντια του αγαπημένου σου λύκου,  με τη σειρά σου τον σκοτώνεις εξ επαφής και ας σε κοιτούσε με λυπημένο βλέμμα. Δεν ξέρω πως ένιωσες, όταν η Σενεγαλέζα χορεύτρια τραγούδησε ένα μακρόσυρτο μοιρολόι του τόπου της.
-Μήπως σε ξέχασαν; Μήπως δεν περισσεύει χρόνος για την μάνα; Κι εσύ μάνα έφτιαξες λαχταριστή κοτόσουπα, τάισες τις γάτες της γειτονιάς σου, ενώ σε παρακολουθούσαν παιδί με τη γάτα του αγκαλιά, βρόμικοι και πεινασμένοι. Είναι επίμονο το παιδί, όπως και η πείνα του, σου ζητάει τροφή. Τον ταΐζεις, τον δελεάζεις με μια μερίδα ακόμα αν πάει να πλύνει τα χέρια του. Και συ γιατί να μην έχεις ένα εγγόνι και αναγκάζεσαι να πλένεις και να ταΐζεις ξένα παιδιά; Μήπως όμως δεν είναι τόσο ξένα;…… κάτω από το τραπέζι, το αγόρι που την κοίταζε μέχρι το ύψος του λαιμού, δοκίμαζε την αντοχή ενός πλαστικού σκοινιού για μπουγάδα.
- Έχουν εντολή οι στρατιώτες  για τη διακομιδή της νεκρής γριάς του. Ο γέρος αρνείται πεισματικά κανείς δεν θα αγγίξει την γυναίκα του, τη μάγισσά του. Τους παρασύρει σε βαθύ λαγούμι,  τους θάβει ζωντανούς. «Θέλατε να μου την πάρετε; είπε και γύρω του σχηματίστηκε χορός από κερασφόρες  σκιές. Χάραμα ήταν, όταν υποβασταζόμενη η γριά, με μια αρμαθιά  κέρατα γύρω από το λαιμό, βγήκε από το σπίτι και πολύ αργά πλησίασε το λάκκο».

-Θες δεν θες, θα αγοράσεις από το ανθρωπόμορφο παγώνι έξι παρδαλές πουλάδες. Στο σύρμα ανεμίζει ένα σημείωμα «μου τις πληρώνεις όταν ξαναπεράσω».
-Ζεις σε περίοδο μεγάλης θλίψης λόγω του χωρισμού σου, έντονα συναισθήματα όπως απογοήτευση, μελαγχολία, στεναχώρια σε επηρεάζουν. Μπήκε σπίτι σου είναι μαυριδερή έχει ένα μάτι γυάλινο, της είπες ότι η γυναίκα σου σε παράτησε για κάποιον άλλο.. Σου έκανε έρωτα η μαυριδερή γύφτισσα με το γυάλινο μάτι
-Είχα μπροστά μου το πορτρέτο μιας θλιμμένης κοπέλας με ανοιχτόχρωμα μάτια, μαύρα μαλλιά πιασμένα κότσο και κατάλευκό δέρμα. Αισθάνθηκα άβολα. Ένιωθα σα να κοιτάω τον εαυτό μου από την κορνίζα.
-Στο κοίλωμα του βράχου με την κάπαρη, την έπιανα απλά απ’ τον ώμο και τα δάχτυλά μου άγγιζαν μόλις το λαιμό της. Ήξερα ότι θα γυρίσει να με κοιτάξει για να συνεχίσουμε μέχρι την πλακόστρωτη ανηφόρα. Η θέα από κει σε καθήλωνε.
-Ο ατμός από το νερό του καταρράχτη με πιτσίλισε στα βλέφαρα και γύρισα το κεφάλι κλείνοντας τα μάτια. Όταν τα’ άνοιξα, τον είδα να με κοιτάζει κλαίγοντας. Τα μάτια του γυάλιζαν και ακούμπησε το πόδι του στο γόνατό μου.
-Γυρίζω τη Νίτσα ανάσκελα και βυθίζω τα δάχτυλά μου πρώτα στα κατάμαυρα μαλλιά της και μετά στο σκοτάδι ανάμεσα στα πόδια της.
-Από το κλαδί που της εμπόδιζε τη θέα, είχε φουρνίσει το μπαστούνι της.
-Δικό σου το διαμέρισμα μετά το θάνατο του θείου. Μετακομίζεις εκεί σε βολεύει είναι κοντά στη δουλειά. Όμως άρον άρον το παρατάς ξαναγυρίζεις στο παλιό σου σπίτι, αφού κόλλησες το «Ενοικιάζεται» με κόκκινα γράμματα.
-«Πώς θα σε πλύνουμε χωρίς σαπούνι;» της λέγαμε, «και να θέλεις να πεθάνεις, δεν μπορείς» Εκείνη πάντα έβρισκε τον τρόπο και το αντικαθιστούσε κι εμείς πάλι το κλέβαμε, γιατί ήταν ακριβό και μύριζα πασχαλιά.
-Ούτε τα αποκαΐδια από το δωμάτιο της μάνας μου, μπόρεσα να σκουπίσω. Έπεσα με τα ρούχα στο κρεβάτι της, που μύριζε νάιλον κάλτσες και καμμένη σάρκα.
-Είναι αλήθεια ότι στη σχολή δεν είχαν μάθει να μακιγιάρουν νεκρούς. Ο φαλακρός, θα μπορούσε να της φανεί χρήσιμος.
-Στοργικά, πλησίασε πρώτη η μάνα του και τον σήκωσε στα χέρια της, σκουπίζοντας με το μπροκάρ της φόρεμα το πρόσωπό του….
 -Πριν βγει, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Είδε για πρώτη φορά τους  κροτάφους του γκρίζους, σχεδόν άσπρους. Το μέτωπό τους κίτρινο, σαν το κερί.
-Το νερό είχε ήδη σκεπάσει την ορχήστρα και τα τραπέζια, ανεβαίνοντας όλο και πιο ψηλά.
-Δεν είχα δει ωραιότερο πρόσωπο προφίλ. Ψηλό μέτωπο, αρχαιοελληνική μύτη, καλογραμμένα χείλη, μακρύς λαιμός.
-Για να με ευχαριστήσει, τις πιο πολλές φορές μ’ άφηνε να σκαρφαλώνω στην πλάτη του…  Η μάνα μου του είχε εμπιστοσύνη. Μ’ έβλεπε μάλιστα από το μπαλκόνι στην αγκαλιά του..
-Τα αρχαία ξόρκια κατρακύλησαν από το μυαλό στη μύτη της κι από κει στο στόμα και μπούκωσαν το λαρύγγι της με πνιχτές κραυγές.
-Αχόρταγα χείλη με ρουφάνε. Αρχίζω πάλι να αναπνέω…
-Ακούγεται πυροβολισμός. Το χέρι του κυνηγού μόλις που προεξέχει από το βάλτο. Το χέρι της ταριχεύτριας με το κοτσύφι, σα να κάνει νεύμα στο πουθενά. Τα μαυροπούλια σχηματίζουν ελλειπτικούς κύκλους πάνω απ’ το βάλτο.
-Όλο το σπίτι άκουσε καθαρά, αργά το βράδυ, τα ουρλιαχτά της, όταν μπήκαν στο δωμάτιο και την είδαν γυμνή από’ τη μέση και πάνω με το στήθος γεμάτο αίματα.
-Το πρωί, όταν σηκώθηκε, φόρεσε τις παντόφλες, κατέβασε το ξυπνητήρι και γύρισε στη μεριά του. Τα χείλη του, μελανά και γλυκά όπως τα μούρα.