"Αναμνήσεις από το μαγκάλι..." του Άρη Γαβριηλίδη


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΓΛΑΦΥΡΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΣΥΜΠΟΛΙΤΗ ΜΑΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΡΗ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ "ΝΟΣΤΑΛΓΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ '50"...










ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΓΚΑΛΙ...
Απόσπασμα από το βιβλίο μου "Νοσταλγώντας την δεκαετία του '50".



Τα κρύα του Φλεβάρη κάνουν επίκαιρο το ταπεινό μαγκάλι, άγνωστο στους νεότερους, καταχωνιασμένο σε μια γωνιά της μνήμης στους πρεσβύτερους κι ας ήταν εκείνο πουτους ζέσταινε, όσο μπορούσε, στα παιδικά τους χρόνια. Ευκαιρία να το θυμηθούμε διαβάζοντας μερικά αποσπάσματα από το σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου μου "ΝΟΣΤΑΛΓΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ '50"

Γύρω από το μαγκάλι
Μπαίνω στο παγωμένο σπίτι και πατώ το κουμπί του καλοριφέρ. Σε λίγο η ζέστη απλώνει μια γλυκιά θαλπωρή. Όμως τα πράγματα δεν ήσαν πάντοτε έτσι. Εκεί, στη δεκαετία του ’50, καλοριφέρ είχαν μόνο τα νοσοκομεία και τα δημόσια κτήρια. Στην επαρχία βολεύονταν με το τζάκι, ανύπαρκτο στην πόλη, και με ξυλόσομπες. Σ’ εμάς, τα κρύα του χειμώνα προσπαθούσε απεγνωσμένα να δαμάσει μια γκαζιέρα πετρελαίου ή ένα μαγκάλι που έκαιγε στη μέση του δωματίου.
………………………………………………………………………
Το άναμμα του μαγκαλιού ήταν ξεχωριστή τέχνη. Το σούρουπο, πριν η οικογένεια μαζευτεί σπίτι, η νοικοκυρά έβγαζε το μαγκάλι στο δρόμο για να το ανάψει. Μέσα στο ξεροβόρι, το γέμιζε με πυρήνα κάνοντας λακκούβα στη μέση. Εκεί έβαζε λίγα κάρβουνα και πάνω τους ξυλαράκια που έβρεχε με λίγο πετρέλαιο. Με ένα σπίρτο έβαζε φωτιά στο πετρέλαιο, που την μετέδιδε στα ξύλα, αυτά στα κάρβουνα και αυτά στην πυρήνα. Όλο το μυστικό ήταν να χωνέψουν εντελώς τα κάρβουνα και να ανάψει καλά η πυρήνα πριν φέρουν το μαγκάλι μέσα στο σπίτι.
Το μαγκάλι έπαιρνε την θέση του στο κέντρο του δωματίου και
γύρω του καθόταν η οικογένεια, σαν μαργαρίτα. Τα πόδια ζεσταίνονταν αλλά η πλάτη έμενε παγωμένη. Μία ως τόσο ανασκάλευαν την πυρήνα με την μασιά, που κρεμόταν μόνιμα στο χερούλι, για να δυναμώσει η ζέστη. Για να καθυστερήσουν την καύση σκέπαζαν την πυρήνα με δυο-τρία ασημόχαρτα από τα κουτιά των τσιγάρων ενώ μια λεμονόκουπα αρωμάτιζε την ατμόσφαιρα. Στην χόβολη που δημιουργούσε η καμένη πυρήνα έβαζαν το μπρίκι με τον καφέ ή έψηναν κάστανα.
Γύρω από το μαγκάλι έλεγαν ό,τι μπορείς να φανταστείς: ιστορίες από τα παλιά, ανέκδοτα, γλωσσοδέτες, αινίγματα με την συχνή επωδό «να το πάρει το ποτάμι;». Κι όταν περνούσε κάποτε η ώρα έρχονταν τα πρώτα χασμουρητά. Ανοιγόκλειναν τότε το δείχτη του χεριού μπροστά από το ορθάνοιχτο στόμα σταυρώνοντάς το, για να μην μπουν… δαιμονικά! Ύστερα έσβηνε το μαγκάλι και πήγαιναν όλοι για ύπνο κάτω από τα χοντρά στρωσίδια. Έβαζαν οι μανάδες στα παγωμένα πόδια των παιδιών το ζεσταμένο σίδερο των ρούχων, μια θερμοφόρα ή ένα μπουκάλι με ζεστό νερό. Κι έτσι περνούσαν τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
Οι κίνδυνοι από το μαγκάλι δεν έλλειπαν. Ο μεγαλύτερος ήταν
η δηλητηρίαση και ο θάνατος από τις αναθυμιάσεις. Για αυτό έδιναν μεγάλη προσοχή στο χώνεμα των κάρβουνων ενώ, μία ως τόσο, άνοιγαν για λίγο την πόρτα για να «φρεσκάρει ο αέρας». Υπήρχε ο κίνδυνος εγκαύματος αν κάποιος παραπατούσε και έπεφτε πάνω στο μαγκάλι. Κι ακόμη, λόγω του υψηλού κέντρου βάρους του, το μαγκάλι είχε ασταθή ισορροπία και με μια απρόσεκτη κίνηση εύκολα ανατρεπόταν.
……………………………………………………………......
Με την σοβούσα οικονομική κρίση, ο κόσμος άρχισε να θυμάται το ταπεινό μαγκάλι. Τώρα όμως λείπει η τεχνογνωσία της ασφαλούς χρήσης του με αποτέλεσμα να θρηνούμε θύματα από τις αναθυμιάσεις.
Σημείωση edionysos.gr: Το πιο πάνω απόσπασμα δημοσιεύθηκε στη σελίδα στο Facebook ΔΙΟΝΥΣΟΣ-ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ του συμπολίτη μας συγγραφέα κου Άρη Γαβριηλίδη