Ο Π.ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ...




















ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΑΙΔΕΣΙΜΟΛΟΓΙΩΤΑΤΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΟΥ ΤΟΥ Ι.Ν.ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΓΙΑ ΤΟ EDIONYSOS.GR...


H ANAΣΤΑΣΗ ΜΑΣ

Μού ζή­τη­σε ο κα­λός μας φί­λος Πέ­τρος, να γρά­ψω κά­τι γι­α την ε­πι­κεί­με­νη γι­ορ­τή της Α­να­στά­σε­ως του Χρι­στού του 2015.
Σκέφ­τη­κα. Σκέφ­τη­κα πο­λύ. Και κα­τέ­λη­ξα να μήν γρά­ψω τί­πο­τε. Να γρά­ψω ό­μως αυ­τά που έ­γρα­ψαν γι­α ό­λους μας οι ά­γι­οι πα­τέ­ρες. Και δι­ά­λε­ξα έ­να λό­γο του Α­γί­ου Ε­πι­φα­νί­ου Κύ­πρου. Τμή­μα­τά του α­κο­λου­θούν.

‘’....Μυ­στή­ρι­α των μυ­στη­ρί­ων α­πό­κρυ­φα! Δυ­ό κρυ­φοί μα­θη­τές έρ­χον­ται να κρύ­ψουν σε τά­φο τον Ι­η­σού, δι­δά­σκον­τας με τη δι­κή τους α­πό­κρυ­ψη το κρυμ­μέ­νο στον ά­δη μυ­στή­ρι­ο του κρυμ­μέ­νου στη σάρ­κα Θε­ού. Και ξε­περ­νού­σαν ο έ­νας τον άλ­λο στη δι­ά­θε­ση γι­α το Χρι­στό.
 Ο Νι­κό­δη­μος α­πό τη μι­α γεν­ναι­ό­δω­ρος στη σμύρ­να και την α­λό­η, κι ο Ι­ω­σήφ α­πό την άλ­λη α­ξι­έ­παι­νος γι­α την τόλ­μη και το θάρ­ρος του α­πέ­ναν­τι στον Πι­λά­το.
Ο Ι­ω­σήφ πα­ρου­σιά­σθη­κε στόν Πι­λά­το του ζή­τη­σε το σώ­μα του Ι­η­σού και του εί­πε:
«...Κά­τι α­σή­μαν­το, κά­τι που ό­λοι το θε­ω­ρούν μι­κρό ήρ­θα να σου ζη­τή­σω, άρ­χον­τά μου. Δώ­σ' μου να θά­ψω το νε­κρό σώ­μα Ε­κεί­νου που κα­τα­δί­κα­σες (σε θά­να­το),
του Ι­η­σού του Να­ζω­ραί­ου,
του Ι­η­σού του φτω­χού,
του Ι­η­σού του ά­στε­γου,
του Ι­η­σού του γυ­μνού,
του Ι­η­σού του πε­ρι­φρο­νη­μέ­νου,
του Ι­η­σού του γι­ου ε­νός μα­ραγ­κού,
του Ι­η­σού του δέ­σμι­ου,
του Ι­η­σού του πα­ρα­τη­μέ­νου στο ύ­παι­θρο,
του Ι­η­σού του ξέ­νου και α­γνώ­ρι­στου α­νά­με­σα στους ξέ­νους και κα­τα­φρο­νε­μέ­νου και, κον­τά σ' ό­λα αυ­τά, κρε­μα­σμέ­νου στο Σταυ­ρό.

Γι­α έ­ναν νε­κρό σε πα­ρα­κα­λώ,
που α­δι­κή­θη­κε α­π' ό­λους,
που προ­δό­θη­κε α­πό μα­θη­τή,
που εγ­κα­τα­λεί­φθη­κε α­πό φί­λους,
που δι­ώ­χθη­κε α­πό α­δελ­φούς,
που χα­στου­κί­στη­κε α­πό δού­λο.
Γι­α έ­ναν νε­κρό σε ε­κλι­πα­ρώ,
κα­τα­δι­κα­σμέ­νο α­π' αυ­τούς που ο ί­δι­ος ε­λευ­θέ­ρω­σε α­π' τη σκλα­βι­ά,
πο­τι­σμέ­νο ξύ­δι α­π' αυ­τούς που ο ί­δι­ος έ­θρε­ψε,
πλη­γω­μέ­νο α­π' αυ­τούς που ο ί­δι­ος γι­ά­τρε­ψε,
πα­ρα­τη­μέ­νο α­π' τους μα­θη­τές Του
και στε­ρη­μέ­νο την ί­δι­α τη μά­να Του.
Γι­α έ­ναν νε­κρό σε ι­κε­τεύ­ω, άρ­χον­τά μου,
Αυ­τόν τον ά­στε­γο που κρέ­με­ται στο ξύ­λο του Σταυ­ρού...»

Ά­ρα­γε, Ι­ω­σήφ, ζη­τών­τας Τον και παίρ­νον­τάς Τον,
ξέ­ρεις τά­χα Ποι­όν πή­ρες;
Ά­ρα­γε, πλη­σι­ά­ζον­τας στο Σταυ­ρό και κα­τε­βά­ζον­τας τον Ι­η­σού,
ξέ­ρεις τά­χα Ποι­όν βά­στα­ξες;
Αν πραγ­μα­τι­κά ξέ­ρεις Ποι­όν κρα­τάς,
τώ­ρα έ­χεις γί­νει πλού­σι­ος!
Γι­α­τί πως αλ­λι­ώς κά­νεις τού­τη τη θε­ό­σω­μη και τό­σο φρι­κτή κη­δεί­α;
Α­ξι­έ­παι­νος εί­ναι ο πό­θος σου, μα πι­ο α­ξι­έ­παι­νη της ψυ­χής σου η δι­ά­θε­ση.
Δεν τρέ­μεις, ά­ρα­γε, κα­θώς ση­κώ­νεις στα χέ­ρι­α σου, Αυ­τόν που τρέ­μουν τα Χε­ρου­βείμ;
Με πό­σο φό­βο, α­λή­θει­α, βγά­ζεις α­πό το θε­ϊ­κό αυ­τό σώ­μα το λί­γο ρού­χο που το σκε­πά­ζει;
Και με πό­ση ευ­λά­βει­α, βέ­βαι­α, χα­μη­λώ­νεις τα μά­τι­α σου, κα­θώς τρο­μά­ζεις ν' α­τε­νί­σεις τη σω­μα­τι­κή φύ­ση του υ­περ­φυ­σι­κού Θε­ού;
Σφα­λί­ζεις, ά­ρα­γε, με τα δάχ­τυ­λά σου, - ό­πως κά­νου­με στους νε­κρούς,- και τα μά­τι­α του Ι­η­σού, που με τ' ά­χραν­το δάχ­τυ­λό Του ά­νοι­ξε τα μά­τι­α του τυ­φλού;
Κλεί­νεις, ά­ρα­γε, και το στό­μα Ε­κεί­νου, που ά­νοι­ξε το στό­μα του κω­φά­λα­λου;
Λυ­γί­ζεις, ά­ρα­γε, και τα χέ­ρι­α Ε­κεί­νου, που τέν­τω­σε τα πα­ρά­λυ­τα χέ­ρι­α;
Μή­πως και τα πό­δι­α δέ­νεις, ό­πως κά­νου­με στους νε­κρούς, Ε­κεί­νου, που έ­κα­νε να βα­δί­ζουν τα πα­ρά­λυ­τα πό­δι­α;
Ση­κώ­νεις, ά­ρα­γε, και πά­νω σε νε­κρο­κρέ­βα­το Ε­κεί­νον, που πρό­στα­ξε τον πα­ρά­λυ­το, «Πά­ρε το κρε­βά­τι σου και περ­πά­τα»;
Α­δει­ά­ζεις, ά­ρα­γε, και μύ­ρα πά­νω σ' Ε­κεί­νον που, σαν ου­ρά­νι­ο μύ­ρο, ά­δει­α­σε τον ε­αυ­τό Του και α­να­καί­νι­σε τον κό­σμο;
Τολ­μάς, ά­ρα­γε, να σκου­πί­σεις και τη θε­ό­σω­μη ε­κεί­νη πλευ­ρά, την αι­μα­το­στά­λαχ­τη α­κό­μα, του Ι­η­σού, που γι­ά­τρε­ψε τη γυ­ναί­κα με την αι­μορ­ρα­γί­α;
Πλέ­νεις, ά­ρα­γε, και με νε­ρό το σώ­μα του Θε­ού, που ό­λους τους ξέ­πλυ­νε και σ' ό­λους χά­ρι­σε την κά­θαρ­ση α­πό τις α­μαρ­τί­ες;

Και τί λαμ­πά­δες α­νά­βεις, ά­ρα­γε, μπρο­στά στο Φως το α­λη­θι­νό, που φω­τί­ζει κά­θε άν­θρω­πο;
Και ποι­ούς ε­πι­τα­φί­ους ύ­μνους ψάλ­λεις σ' Ε­κεί­νον, που α­κα­τά­παυ­στα υ­μνεί­ται α­π' ό­λη την ου­ρά­νι­α στρα­τι­ά των αγ­γέ­λων;
Χύ­νεις, ά­ρα­γε, και δά­κρυ­α γι­α τον νε­κρό Ε­κεί­νον, που δά­κρυ­σε γι­α τον νε­κρό Λά­ζα­ρο και τον α­νέ­στη­σε τέσ­σε­ρις μέ­ρες με­τά το θά­να­τό του;

Ό­μως, Ι­ω­σήφ,
μα­κα­ρί­ζω τα χέ­ρι­α σου, που πε­ρι­ποι­ή­θη­καν και ψη­λά­φη­σαν τα θε­ό­σω­μα χέ­ρι­α και πό­δι­α του Ι­η­σού, αι­μα­τό­βρεχ­τα α­κό­μα.
Μα­κα­ρί­ζω τα χέ­ρι­α σου, που άγ­γι­ξαν την αι­μα­το­στά­λαχ­τη πλευ­ρά του Θε­ού πριν α­π' το Θω­μά, τον ά­πι­στο πι­στό με την α­ξι­έ­παι­νη πε­ρι­έρ­γει­α.
Μα­κα­ρί­ζω τα μά­τι­α σου, που πλη­σί­α­σαν τα μά­τι­α του Ι­η­σού και πή­ραν α­π' αυ­τά το φως το α­λη­θι­νό.
Μα­κα­ρί­ζω το πρό­σω­πό σου, που ζύ­γω­σε στο πρό­σω­πο του Θε­ού.
Μα­κα­ρί­ζω τους ώ­μους σου, που βά­στα­ξαν Αυ­τόν που ό­λα τα βα­στά­ζει.

Μα­κα­ρί­ζω τον Ι­ω­σήφ και το Νι­κό­δη­μο·
γι­α­τί έ­γι­ναν Χε­ρου­βείμ μπρο­στά στα Χε­ρου­βείμ, ση­κώ­νον­τας και με­τα­φέ­ρον­τας πά­νω τους το Θε­ό·
γι­α­τί έ­γι­ναν υ­πη­ρέ­τες του Θε­ού μπρο­στά στα ε­ξα­πτέ­ρυ­γα Σε­ρα­φείμ, σκε­πά­ζον­τας και τι­μών­τας τον Κύ­ρι­ο ό­χι με φτε­ρά, αλ­λά με σεν­τό­νι­α.
Αυ­τόν που τρέ­μουν τα Χε­ρου­βείμ, ο Ι­ω­σήφ και ο Νι­κό­δη­μος Τον ση­κώ­νουν πά­νω στους ώ­μους και Τον με­τα­φέ­ρουν μα­ζί μ' ό­λα τα κα­τά­πλη­κτα τάγ­μα­τα των α­σω­μά­των αγ­γέ­λων.

Ο Κύ­ρι­ος κρα­τών­τας το νι­κη­φό­ρο ό­πλο του Σταυ­ρού μπή­κε στον ά­δη. Έ­πι­α­σε α­π' το χέ­ρι τον Α­δάμ, τον σή­κω­σε και του εί­πε:
«Ξύ­πνα ε­σύ που κοι­μά­σαι, α­να­στή­σου α­π' τους νε­κρούς, και ο Χρι­στός θα σε φω­τί­σει!». Ε­γώ, ο Θε­ός σου, που γι­α χά­ρη σου έ­γι­να γι­ός σου, γι­α χά­ρη σου και γι­α χά­ρη των α­πο­γό­νων σου, τώ­ρα, με την ε­ξου­σί­α που έ­χω, λέ­ω και προ­στά­ζω τους φυ­λα­κι­σμέ­νους: Βγεί­τε έ­ξω!
Κι αυ­τούς που βρί­σκον­ται στο σκο­τά­δι: Ε­λά­τε στο φως!
Κι ε­κεί­νους που έ­χουν πε­θά­νει: Α­να­στη­θεί­τε!
Κι ε­σέ­να, Α­δάμ, σε δι­α­τά­ζω: Σή­κω α­π' τον αι­ώ­νι­ο ύ­πνο σου!
Δεν σ' έ­πλα­σα γι' αυ­τό, γι­α να μέ­νεις φυ­λα­κι­σμέ­νος στον ά­δη.
Α­να­στή­σου α­π' τους νε­κρούς! Ε­γώ εί­μαι η ζω­ή των αν­θρώ­πων.

Σή­κω, πλά­σμα δι­κό μου!
Σή­κω, μορ­φή δι­κή μου, φτι­αγ­μέ­νη σύμ­φω­να με την ει­κό­να μου!
Σή­κω να φύ­γου­με α­πό δω. Γι­α­τί ε­σύ εί­σαι ε­νω­μέ­νος μ' ε­μέ­να κι ε­γώ μ' ε­σέ­να.
Γι­α σέ­να έ­γι­να γι­ος σου ε­γώ, ο Θε­ός σου.
Γι­α σέ­να πή­ρα τη δι­κή σου μορ­φή του δού­λου ε­γώ, ο Κύ­ρι­ος.
Γι­α σέ­να κα­τέ­βη­κα στη γη και πι­ο κά­τω α­π' τη γη ε­γώ, που βρί­σκο­μαι πι­ο πά­νω α­π' τους ου­ρα­νούς.
Γι­α σέ­να, τον άν­θρω­πο, έ­γι­να σαν άν­θρω­πος α­βο­ή­θη­τος, α­φη­μέ­νος α­νά­με­σα στους νε­κρούς.

Αυ­τά και άλ­λα τέ­τοι­α κα­θώς έ­λε­γε ο Κύ­ρι­ος, α­να­στή­θη­κε. Την ί­δι­α στιγ­μή α­να­στή­θη­καν και ο ε­νω­μέ­νος μα­ζί Του Α­δάμ και η Εύ­α. Μα κι άλ­λα πολ­λά σώ­μα­τα α­γί­ων, που εί­χαν πε­θά­νει α­π' την αρ­χή των αι­ώ­νων, α­να­στή­θη­καν κι αυ­τά, κη­ρύσ­σον­τας την τρι­ή­με­ρη α­νά­στα­ση του Κυ­ρί­ου.
Ας την υ­πο­δε­χθού­με κι ε­μείς, οι πι­στοί, κι ας την αγ­κα­λι­ά­σου­με με χα­ρά, χο­ρεύ­ον­τας μα­ζί με τους αγ­γέ­λους, γι­ορ­τά­ζον­τας μα­ζί με τους αρ­χαγ­γέ­λους και συ­νά­μα δο­ξά­ζον­τας το Χρι­στό, που μας α­νέ­στη­σε α­πό τη φθο­ρά και μας χά­ρι­σε τη ζω­ή.
Σ' Αυ­τόν α­νή­κει η δό­ξα και η δύ­να­μη, μα­ζί με τον ά­ναρ­χο Πα­τέ­ρα Του και το πα­νά­γι­ο και α­γα­θό και ζω­ο­ποι­ό Πνεύ­μα Του στους α­τέ­λει­ω­τους αι­ώ­νες. Α­μήν!...’’

Πρωτοπρεσβύτερος Χρυσοβαλάντης Θεοδώρου 
Εφημέριος Ι.Ν.Κοιμήσεως της Θεοτόκου
Δ.Κ.Αγ.Στεφάνου Αττικής